Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφήσσων — of lesser stature masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφήσσων — ὑφήσσον, Α ο κάπως πιο κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»] … Dictionary of Greek